- ουράλιος
- α, ο [ος , ον ] уральский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ουράλιος — α, ο [Ουράλια] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Ουράλια Όρη 2. φρ. α) «ουράλια βαθμίδα» ή, απλώς, «το ουράλιο» γεωλ. η νεώτερη υποδιαίρεση τού ανώτερου λιθανθρακοφόρου και τών θαλάσσιων πετρωμάτων του, η οποία είναι αντίστοιχη τής στεφάνιας… … Dictionary of Greek
ουραλοαλταϊκός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Ουράλια και στα Αλτάια Όρη τής Σιβηρίας. 2. φρ. α) «ουραλοαλταϊκοί λαοί» λαοί που κατοικούν στις περιοχές τών Ουραλίων και τών Αλταΐων Ορέων β) «ουραλοαλταϊκή γλωσσική ομοεθνία» μεγάλη γλωσσική ομάδα η… … Dictionary of Greek